- κάπνιον
- κάπνιοςwith smokecoloured grapesfem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κάπνιον — κάπνιον, τὸ (Μ) [καπνός] είδος ελαιώδους ρητίνης τών δένδρων … Dictionary of Greek
Κάπνιον — Κάπνιος with smokecoloured grapes masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Капнион — (Capnio) гуманистическое имя Рейхлина (см.), от греч. κάπνος = дым, κάπνιον = дымок (нем. Rauchlein) … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
FOCUS — Servio a fovendo dictus est quidquid fovet ignem, sive ara sit, sive quidquid aliud, in quo ignis fovetur. Peculiariter vox sumitur pro ara Diis domesticis, quos Penates Laresque olim dixêrunt, sacra. Unde Plaut. Aulul. Act. 2. Sc. 8. v. 16. Haec … Hofmann J. Lexicon universale
καπνός — I (Βοτ.). Ονομασία που αποδίδεται στο γένος Nicotiana, σε ορισμένα είδη αυτού του γένους και στα ξηραμένα φύλλα αυτών των φυτών. Από το είδος Nicotiana rustica παράγεται ο κ. σε ορισμένες περιοχές της Ευρώπης, ωστόσο το παγκόσμιο εμπόριο κ.… … Dictionary of Greek